- ἀγχιστῖνος
- ἀγχιστ-ῖνος, η, ον, [dialect] Ep. Adj.A close, crowded, in heaps,
αἱ μέν τ' ἀ. ἐπ' ἀλλήλῃσι κέχυνται Il.5.141
;τοὶ δ' ἀ. ἔπιπτον νεκροί 17.361
, cf. Od.22.118.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἱ μέν τ' ἀ. ἐπ' ἀλλήλῃσι κέχυνται Il.5.141
;τοὶ δ' ἀ. ἔπιπτον νεκροί 17.361
, cf. Od.22.118.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγχιστίνος — ἀγχιστῑνος, η, ον (Α) [ἄγχιστος] πυκνός, κατά σωρούς, ο ένας πάνω στον άλλο … Dictionary of Greek
ἀγχιστῖνος — close masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιστῖναι — ἀγχιστῖνος close fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχιστῖνοι — ἀγχιστῖνος close masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχιστος — ἄγχιστος, ον (Α) (υπερθ. τού ἄγχι*) 1. (για τόπο) πολύ κοντινός, πλησιέστατος 2. (για χρόνο) πρόσφατος, τελευταίος 3. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἄγχιστοι οι στενοί συγγενείς 4. (ο εν. ή πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὸ ἄγχιστον ή τὰ ἄγχιστα α) πολύ κοντά … Dictionary of Greek
ἀγχιστίνη — ἀγχιστί̱νη , ἀγχιστῖνος close fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)